- μονοκοπανιά
- η1. χτύπημα με κόπανο2. (ως επίρρ.) μονοκοπανιά και μονοκοπανιάςμεμιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. μον(ο)-* + κόπανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοκοπανιά — μεμιάς, όλο μαζί, χωρίς διακοπή: Ήπιε το γάλα μονοκοπανιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοσκοίνι — επίρρ. μονομιάς, χωρίς διακοπή, μονοκοπανιά, μονορούφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκοινί] … Dictionary of Greek